- ανυπόθετος
- -η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)νεοελλ.εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογοςαρχ.1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)2. αβάσιμος, ανυπόστατος.
Dictionary of Greek. 2013.